Δρυόπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δριόπη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δρυόπη
      γενική της Δρυόπης
    αιτιατική τη Δρυόπη
     κλητική Δρυόπη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δρυόπη < αρχαία ελληνική Δρυόπη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðɾiˈo.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δρυ‐ό‐πη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δρυόπη θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) κόρη του βασιλιά Δρύοπα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δρυόπη
      γενική τῆς Δρυόπης
      δοτική τῇ Δρυόπ
    αιτιατική τὴν Δρυόπην
     κλητική ! Δρυόπη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δρυόπη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δρυόπη θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) κόρη του βασιλιά Δρύοπα
  2. πόλη της Ελλάδας στην Ερμιονίδα

Πηγές[επεξεργασία]