Δωδεκάμερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δωδεκάμερο < μεσαιωνική ελληνική Δωδεκαήμερον < ουδέτερο του δωδεκαήμερος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δωδεκάμερο (& Δωδεκαήμερο & Δωδεκάημερο) ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το χρονικό διάστημα δώδεκα ημερών από την εορτή των Χριστουγέννων έως την εορτή των Θεοφανίων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Δωδεκάμερο