ΔΕΑ
(Ανακατεύθυνση από Δ.Ε.Α.)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Δ.Ε.Α. < από τα αρχικά των λέξεων Δόκιμος Έφεδρος Aξιωματικός
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Δ.Ε.Α. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- ο δόκιμος έφεδρος αξιωματικός, κάποιος που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία και, ύστερα από εκπαίδευση, του ανατίθενται καθήκοντα αξιωματικού.