ΕΛΒΟ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΕΛΒΟ <  : ΕΛληνική Βιομηχανία Οχημάτων

Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΕΛ.Β.Ο. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται ελβό)