ΕΛΛΕΝΙΤ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΕΛΛΕΝΙΤ < συμφυρμός των Ελλάδα ή ελληνικός + Eternit (κατοχυρωμένη διεθνώς ονομασία προϊόντων αμιαντοτσιμέντου) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

ΕΛΛΕΝΙΤ ουδέτερο (το προϊόν) ή θηλυκό (η εταιρεία), άκλιτο

  1. (επωνυμία) η διακριτική επωνυμία της Ελληνικής Βιομηχανίας Δομικών Υλικών Α.Ε.
  2. (επωνυμία) η κατοχυρωμένη στην Ελλάδα ονομασία οικοδομικών προϊόντων αμιαντοτσιμέντου της Ελληνικής Βιομηχανίας Δομικών Υλικών Α.Ε.


Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]