ΕΛΛΕΝΙΤ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΕΛΛΕΝΙΤ < συμφυρμός των Ελλάδα ή ελληνικός + Eternit (κατοχυρωμένη διεθνώς ονομασία προϊόντων αμιαντοτσιμέντου) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
ΕΛΛΕΝΙΤ ουδέτερο (το προϊόν) ή θηλυκό (η εταιρεία), άκλιτο
- (επωνυμία) η διακριτική επωνυμία της Ελληνικής Βιομηχανίας Δομικών Υλικών Α.Ε.
- (επωνυμία) η κατοχυρωμένη στην Ελλάδα ονομασία οικοδομικών προϊόντων αμιαντοτσιμέντου της Ελληνικής Βιομηχανίας Δομικών Υλικών Α.Ε.