ΕΟΦ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΕΟΦ < Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Ε.Ο.Φ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται εόφ)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]