ΕΠΟΠ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΕΠΟΠ <  : Επαγγελματίας Οπλίτης.

Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΕΠ.ΟΠ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο