Εβραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Εβραίος | οι | Εβραίοι |
γενική | του | Εβραίου | των | Εβραίων |
αιτιατική | τον | Εβραίο | τους | Εβραίους |
κλητική | Εβραίε | Εβραίοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εβραίος < ελληνιστική κοινή Ἑβραῖος < εβραϊκή עברי (ivrí)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο όρος δεν απαντάται σε κανένα ιστορικό κείμενο, παρά μόνο στην Αγία Γραφή
- η προέλευση του ονόματος πιθανολογείται, από πολλούς μελετητές, από τον πατριάρχη Έβερ, δισέγγονο του Νώε και πρόγονο του Αβραάμ
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εβραίος αρσενικό (θηλυκό Εβραία & (σπάνιο) Εβραίισσα)
- ο πιστός της ιουδαϊκής θρησκείας
- (εθνικά ονόματα) ο προερχόμενος από το έθνος των Εβραίων
- (μεταφορικά) τσιγκούνης, φιλάργυρος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη τσιγκούνης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Ιουδαίος
- Ισραηλίτης
- Οβριός
- χαχαμίκος (σκωπτικά ο Εβραίος ο προερχόμενος από την Ισπανία)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Εβραίοι στη Βικιπαίδεια