υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
{{)}} |
{{)}} |
||
{{κλείδα ταξινόμησης| |
{{κλείδα ταξινόμησης|υφαρπαζω}} |
Αναθεώρηση της 01:52, 7 Φεβρουαρίου 2008
- υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω
Πρότυπο:-ρημ- υφαρπάζω
- οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
- μου υφάρπαξε τα έγγραφα
- καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
- δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου
|