dépendance: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Προσθήκη ξεν και pagename |
μ Εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
< [[dépendre]] |
< [[dépendre]] |
||
{{-ουσ-|fr}} |
{{-ουσ-|fr|dependance}} |
||
{{ξεν|fr|{{PAGENAME}}}} {{θ}} |
{{ξεν|fr|{{PAGENAME}}}} {{θ}} |
||
# [[σύνδεση]], [[εξάρτηση]] |
# [[σύνδεση]], [[εξάρτηση]] |
Αναθεώρηση της 09:58, 2 Μαρτίου 2008
θηλυκό
- σύνδεση, εξάρτηση
- il semble y avoir une dépendance entre ces deux éléments φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
- εθισμός, εξάρτηση
- dépendance physique et psychique à la morphine : φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη
- εξάρτηση από κάποιον, υποταγή σε κάποιον
- être dans/sous la dépendance de quelqu'un : εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον
- (για κτίρια) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
- les dépendances' de l'hôtel οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου
Πρότυπο:-συγγ- σύνδεση, εξάρτηση
εθισμός, εξάρτηση
εξάρτηση από κάποιον
βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι