στερητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Αλλαγή της σύνταξης του προτύπου ΔΦΑ |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[στέρηση]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[στέρηση]] |
||
{{-προφ-}} |
{{-προφ-}} |
||
{{ΔΦΑ|stɛ.ɾi.ti.'kɔs}} {{α}} |
|||
{{ΔΦΑ|stɛ.ɾi.ti.'ci}} {{θ}} |
|||
{{ΔΦΑ|stɛ.ɾi.ti.'kɔ}} {{ο}} |
|||
{{-επιθ-|el}} |
{{-επιθ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό''' |
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό''' |
Αναθεώρηση της 19:47, 12 Μαΐου 2008
- στερητικός < στέρηση
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Πρότυπο:-επιθ- στερητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στέρηση
- που προκαλεί στέρηση
- (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
- (γλωσσολογία) στερητικό μόριο: το πρόθημα των σύνθετων λέξεων που δηλώνουν άρνηση, έλλειψη ή στέρηση αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό
|