προσβολή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αλλαγή της σύνταξης του προτύπου ΔΦΑ
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
:{{αρχ}} [[#Αρχαία ελληνικά (grc)|προσβολή]] < [[προσβάλλω]]
:{{αρχ}} [[#Αρχαία ελληνικά (grc)|προσβολή]] < [[προσβάλλω]]
{{-προφ-}}
{{-προφ-}}
:{{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|prɔ.svɔ.'li]]/
{{ΔΦΑ|prɔ.svɔ.'li}}
{{-ουσ-|el}}
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}

Αναθεώρηση της 21:15, 12 Μαΐου 2008

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσβολή οι προσβολές
      γενική της προσβολής των προσβολών
    αιτιατική την προσβολή τις προσβολές
     κλητική προσβολή προσβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Πρότυπο:-ετυμ-

αρχαία ελληνική προσβολή < προσβάλλω

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Πρότυπο:-ουσ- προσβολή θηλυκό

  1. επίθεση, π.χ. με στρατιωτικά μέσα
    η προσβολή των εχθρικών θέσεων με πυρά πυροβολικού άρχισε στις 6 το πρωί
  2. βιαιοπραγία ή/και λεκτική επίθεση, βρισιά που αποφέρει ηθική μείωση του προσβληθέντος
  3. υποτίμηση
    αυτό είναι προσβολή στη νοημοσύνη μας

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-