vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αλλαγή προτύπου, μορφοποίηση
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ κλίση
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


{{-επιθ-|fr}}
{{-επιθ-|fr}}
{{fr-κλίσ-m-inv-f-man|vieille}}
{{fr-κλίσ-Minv-Fman|vieille}}
{{ξεν|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}}
{{ξεν|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}}
# [[γέρος]], [[γέρικος]]
# [[γέρος]], [[γέρικος]]

Αναθεώρηση της 18:13, 24 Μαΐου 2008

Πρότυπο:=fr=

Πρότυπο:-επιθ-

αρσενικό
  1. γέρος, γέρικος
    Un vieux loup. Ένας γέρικος λύκος.

Πρότυπο:-ουσ-

αρσενικό άκλιτο
  1. Un vieux, une vieille. - Ένας γέρος, μια γριά.
  2. παλιός
    Un vieil ami. - Ένας παλιός φίλος.