έχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: en:έχω, li:έχω
μ πρότυπο {γραμμ}
Γραμμή 18: Γραμμή 18:
# [[οφείλω]], [[πρέπει]] να κάνω κάτι
# [[οφείλω]], [[πρέπει]] να κάνω κάτι
#: '''''έχω''' δουλειά τώρα, δεν μπορώ''
#: '''''έχω''' δουλειά τώρα, δεν μπορώ''
# (''γραμματική'') βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
# {{γραμμ}} βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
#: '''''έχω''' διαβάσει'' ([[παρακείμενος]])
#: '''''έχω''' διαβάσει'' ([[παρακείμενος]])
#: '''''είχες''' πει'' ([[υπερσυντέλικος]])
#: '''''είχες''' πει'' ([[υπερσυντέλικος]])

Αναθεώρηση της 08:06, 14 Ιουλίου 2008

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

έχω < αρχαία ελληνική ἔχω

Πρότυπο:-ρημ- έχω

  1. κρατώ μαζί μου ή πάνω μου
    μήπως έχεις ένα στυλό;
  2. κατέχω κάτι, είμαι ιδιοκτήτης
    έχω αυτοκίνητο / σπίτι
  3. διατηρώ συγγενική / φιλική / ερωτική σχέση
    δεν έχει οικογένεια
  4. αισθάνομαι / συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά
    τι έχεις και δε μας μιλάς;
    τις τελευταίες μέρες έχει πολλά νεύρα
  5. υποφέρω από κάτι
    έχω πονοκέφαλο
    έχει άσθμα
  6. οφείλω, πρέπει να κάνω κάτι
    έχω δουλειά τώρα, δεν μπορώ
  7. Πρότυπο:γραμμ βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
    έχω διαβάσει (παρακείμενος)
    είχες πει (υπερσυντέλικος)
    θα έχει χιονίσει (συντελεσμένος μέλλοντας)

Πρότυπο:-εκφρ-

  • δεν έχει: για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, δεν έχει βόλτα.
  • δεν το έχω για τίποτα να... / για πολύ να...: μου είναι εύκολο να... δεν θα διστάσω
  • έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα : προσέχω πάρα πολύ
  • τα έχω καλά / άσχημα με κάποιον : έχω καλές / άσχημες σχέσεις με κάποιον
  • τα έχω χαμένα : έχω σαστίσει
  • τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε : τον κάνει ό,τι θέλει
  • όπως έχει: στην δεδομένη κατάσταση


Πρότυπο:-μτφ-