vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ κλίση
μ Ρομπότ: Προσθήκη: gl:vieux
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
[[fi:vieux]]
[[fi:vieux]]
[[fr:vieux]]
[[fr:vieux]]
[[gl:vieux]]
[[hu:vieux]]
[[hu:vieux]]
[[id:vieux]]
[[id:vieux]]

Αναθεώρηση της 17:18, 21 Ιουλίου 2008

Πρότυπο:=fr=

Πρότυπο:-επιθ-

αρσενικό
  1. γέρος, γέρικος
    Un vieux loup. Ένας γέρικος λύκος.

Πρότυπο:-ουσ-

αρσενικό άκλιτο
  1. Un vieux, une vieille. - Ένας γέρος, μια γριά.
  2. παλιός
    Un vieil ami. - Ένας παλιός φίλος.