φέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
|||
Γραμμή 66: | Γραμμή 66: | ||
{{κλείδα ταξινόμησης|φερνω}} |
{{κλείδα ταξινόμησης|φερνω}} |
||
[[en:φέρνω]] |
|||
[[pl:φέρνω]] |
Αναθεώρηση της 17:14, 26 Σεπτεμβρίου 2008
Πρότυπο:-ρημ- φέρνω, αόριστος έφερα
- μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
- σας έφερα την εφημερίδα σας
- τι νέα μας έφερες;
- γίνομαι αιτία κάποιου πράγματος, προκαλώ κάτι, οδηγώ σε κάτι
- οι εξελίξεις έφεραν μεγάλη αναστάτωση
- τα νέα μάς έφεραν σε αδιέξοδο
- μοιάζω σε κάτι ή κάποιον
- φέρνει λιγάκι στον πατέρα του
|