ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: en:ασθενής |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
# που είναι [[άρρωστος]] |
# που είναι [[άρρωστος]] |
||
#: ''Οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα '''ασθενή''' φυτά.'' |
#: ''Οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα '''ασθενή''' φυτά.'' |
||
# ο [[αδύναμος]], που δεν έχει [[δύναμη]] |
# ο [[ασθενικός]], ο [[αδύναμος]], που δεν έχει [[δύναμη]] |
||
#: ''ο πομπός εξέπεμπε ένα '''ασθενές''' σήμα |
#: ''ο πομπός εξέπεμπε ένα '''ασθενές''' σήμα |
||
#: ''το '''ασθενές''' φύλο.'' |
#: ''το '''ασθενές''' φύλο.'' |
||
# για μία από τις τέσσερις κύριες [[δύναμη|δυνάμεις]] ή [[αλληλεπίδραση|αλληλεπιδράσεις]] σε υποατομικό επίπεδο |
|||
#: [[:w:ασθενής αλληλεπίδραση]] |
|||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
{{(}} |
{{(}} |
||
* {{en}} : {{ξεν|en|ill}}, {{ξεν|en|weak}} |
|||
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{ξεν|vi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{ξεν|vi|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 08:26, 21 Οκτωβρίου 2008
- ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασθενής | η | ασθενής | το | ασθενές |
γενική | του | ασθενούς* | της | ασθενούς | του | ασθενούς |
αιτιατική | τον | ασθενή | την | ασθενή | το | ασθενές |
κλητική | ασθενή(ς) | ασθενής | ασθενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασθενείς | οι | ασθενείς | τα | ασθενή |
γενική | των | ασθενών | των | ασθενών | των | ασθενών |
αιτιατική | τους | ασθενείς | τις | ασθενείς | τα | ασθενή |
κλητική | ασθενείς | ασθενείς | ασθενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο
- που είναι άρρωστος
- Οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα ασθενή φυτά.
- ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη
- ο πομπός εξέπεμπε ένα ασθενές σήμα
- το ασθενές φύλο.
- για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
Πρότυπο:-ουσ- ασθενής αρσενικό ή θηλυκό