άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) fr |
μ Τονικό σημάδι ΔΦΑ |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
{{-προφ-}} |
{{-προφ-}} |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|ˈa.vi.sɔs}} |
||
{{-ουσ-|el}} |
{{-ουσ-|el}} |
Αναθεώρηση της 14:18, 20 Δεκεμβρίου 2008
- άβυσσος αρχαία ελληνική ἡ ἄβυσσος < επίθετο ἄβυσσος
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ουσ- άβυσσος θηλυκό
- μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα
- βαθύ χάσμα γης, βάραθρο
- απέραντη, αμέτρητη, χαώδης έκταση
- (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς