ευγενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) fr |
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) συγγενικά |
||
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
* [[ευγένεια]] |
* [[ευγένεια]] |
||
* [[ευγενικός]] |
* [[ευγενικός]] |
||
* [[ευγενικότητα]] |
|||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
Αναθεώρηση της 08:05, 1 Φεβρουαρίου 2009
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευγενής | η | ευγενής | το | ευγενές |
γενική | του | ευγενούς* | της | ευγενούς | του | ευγενούς |
αιτιατική | τον | ευγενή | την | ευγενή | το | ευγενές |
κλητική | ευγενή(ς) | ευγενής | ευγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευγενείς | οι | ευγενείς | τα | ευγενή |
γενική | των | ευγενών | των | ευγενών | των | ευγενών |
αιτιατική | τους | ευγενείς | τις | ευγενείς | τα | ευγενή |
κλητική | ευγενείς | ευγενείς | ευγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πρότυπο:-επιθ- ευγενής, συγκριτικός ευγενέστερος, υπερθετικός ευγενέστατος
- αριστοκρατικός
- ευγενής καταγωγή
- ο ευγενικός στην συμπεριφορά
Πρότυπο:-ουσ- ευγενής αρσενικό
- ο καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, που ανήκει σ' αυτή την κοινωνική τάξη· που έχει τίτλο ευγενείας· ο αριστοκράτης
- αγγλικά : ,