vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: gl:vieux |
|||
Γραμμή 26: | Γραμμή 26: | ||
[[it:vieux]] |
[[it:vieux]] |
||
[[ja:vieux]] |
[[ja:vieux]] |
||
[[ko:vieux]] |
|||
[[nl:vieux]] |
[[nl:vieux]] |
||
[[no:vieux]] |
|||
[[pl:vieux]] |
[[pl:vieux]] |
||
[[pt:vieux]] |
[[pt:vieux]] |
Αναθεώρηση της 17:25, 17 Φεβρουαρίου 2009
αρσενικό
αρσενικό άκλιτο
- Un vieux, une vieille. - Ένας γέρος, μια γριά.
- παλιός
- Un vieil ami. - Ένας παλιός φίλος.