απαλλάσσω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αλλαγή ξεν με τ |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{=el=}} |
{{=el=}} |
||
{{προσχέδιο}} |
|||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἀπαλλάσσω]] |
||
{{-ρημ-|el}} |
{{-ρημ-|el}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|απάλλασσα|απαλλάξω|απάλλαξα '''ή''' απήλλαξα|απαλλάσσομαι|απαλλαγμένος}} |
|||
'''{{PAGENAME}}''' |
|||
# {{μτβ}} [[ελευθερώνω]] κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, [[γλιτώνω]] |
|||
* {{προσχέδιο-ορισμ}} |
|||
# [[εξαιρώ]] από υποχρέωση |
|||
: <!-- ''Πρόταση-παράδειγμα.'' --> |
|||
# [[αθωώνω]] |
|||
{{-συγγ-}} |
|||
* [[]] |
* [[απαλλαγή]] |
||
* [[απαλλακτικός]] |
|||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
Αναθεώρηση της 11:00, 14 Μαρτίου 2009
- απαλλάσσω < αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω
Πρότυπο:-ρημ- απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα ή απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος
- (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
- εξαιρώ από υποχρέωση
- αθωώνω