βαρεμάρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αλλαγή ξεν με τ
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{=el=}}

{{προσχέδιο}}
{{-ετυμ-}}
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{προσχέδιο-ετυμ}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[βάρεμα]] + '''-άρα'''

{{-ουσ-|el}}
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
* η κατάσταση κατά την οποία κάποιος [[βαριέμαι|βαριέται]]
:{{προσχέδιο-ορισμ}}

{{-συνων-}}
* [[πλήξη]]
* [[ανία]]


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
{{(}}
{{(}}
* {{en}} : {{τ|en|bordeom|noentry=1}}
* {{en}} : {{τ|en|boredom}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 19:55, 12 Αυγούστου 2009

Πρότυπο:=el=

Πρότυπο:-ετυμ-

βαρεμάρα < βάρεμα + -άρα

Πρότυπο:-ουσ- βαρεμάρα θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος βαριέται

Πρότυπο:-συνων-

Πρότυπο:-μτφ-