vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Μετονομασία προτύπου σε =fr= |
μ Αλλαγή τίτλων σε πρότυπα |
||
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
Ένας γέρος, μια γριά. |
Ένας γέρος, μια γριά. |
||
*[[παλιός]] |
* [[παλιός]] |
||
''Un vieil ami.'' |
''Un vieil ami.'' |
Αναθεώρηση της 15:17, 8 Νοεμβρίου 2006
vieux (πριν απο σύμφωνο) vieil (πριν απο φωνήεν) vieille (στο θηλυκό)
Un vieux loup. Ένας γέρικος λύκος.
Un vieux, une vieille. Ένας γέρος, μια γριά.
Un vieil ami. Ένας παλιός φίλος.