inquiéter: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) ορισμοί, συνώνυμα, αντώνυμα, συγγενικά |
μ Εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ la|FR}} [[inquietare]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ la|FR|inquieter}} [[inquietare]] |
||
{{-προφ-}} |
{{-προφ-}} |
Αναθεώρηση της 16:37, 16 Δεκεμβρίου 2009
- inquiéter < Πρότυπο:ετυμ la inquietare
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ρημ- inquiéter (fr) (μεταβατικό)
- (παρωχημένο) ταράζω την ηρεμία, την ησυχία (κάποιου)
- προκαλώ διαρκώς κάποιον
- Πρότυπο:αθλητ απειλώ
- ανησυχώ κάποιον, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον