στερητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αλλαγή ξεν με τ |
μ αφαιρούμε το "βγάλτε τα βελάκια" στις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
<!-- Βγάλτε τα 'βελάκια' για να εμφανιστεί η κάθε γλώσσα --> |
|||
{{(}} |
{{(}} |
Αναθεώρηση της 02:12, 25 Ιανουαρίου 2010
- στερητικός < στέρηση
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Πρότυπο:-επιθ- στερητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στέρηση
- που προκαλεί στέρηση
- (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
- (γλωσσολογία) στερητικό μόριο: το πρόθημα των σύνθετων λέξεων που δηλώνουν άρνηση, έλλειψη ή στέρηση αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό
|