λαλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +en:λαλιά |
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους |
||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
{{ |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|voice}} |
* {{en}} : {{τ|en|voice}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{)}} |
|||
{{κλείδα ταξινόμησης|λαλια}} |
{{κλείδα ταξινόμησης|λαλια}} |
Αναθεώρηση της 00:53, 7 Φεβρουαρίου 2010
- λαλιά < αρχαία ελληνική λαλιά < λαλῶ
Πρότυπο:-ουσ- λαλιά θηλυκό
- η φωνή, η μιλιά, η ομιλία, η ικανότητα του να μιλάει κανείς
- έχασε τη λαλιά του
- η γλώσσα
- η ελληνική λαλιά
- χάνω τη λαλιά μου → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα