μαγειρεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
<!-- Βγάλτε τα βελάκια για να εμφανιστεί κάθε γλώσσα -->
<!-- Βγάλτε τα βελάκια για να εμφανιστεί κάθε γλώσσα -->
{{(}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|cook}} (1)
* {{en}} : {{τ|en|cook}} (1)
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
Γραμμή 38: Γραμμή 38:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
{{-}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
|}





Αναθεώρηση της 06:52, 7 Φεβρουαρίου 2010

Πρότυπο:=el=

Πρότυπο:-ετυμ-

μαγειρεύω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάγειρος

Πρότυπο:-ρημ- μαγειρεύω

  1. παρασκευάζω φαγητό συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
  2. (μεταφορικά) ετοιμάζω κάτι, συνήθως ύποπτο, κρυφά από άλλους
    τι μαγειρεύετε εσείς οι δυο εκεί στα κρυφά;
  3. (μεταφορικά) παραποιώ αποτελέσματα με τρόπο έντεχνο, ώστε να δείχνουν αυτό που θέλω
    μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει μαγειρέψει λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-