χρώμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'κύμα'|χρώμ|χρωμ}}
{{el-κλίσ-'κύμα'|χρώμ|χρωμ}}
==={{ετυμολογία}}===
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[χρῶμα]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[χρῶμα]]
==={{προφορά}}===
{{-προφ-}}
{{ΔΦΑ|ˈxɾɔ.ma}}
{{ΔΦΑ|ˈxɾɔ.ma}}
{{-ουσ-|el}}
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# ένα φυσικό χαρακτηριστικό που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο [[μήκος]] [[κύμα|κύματος]] του ορατού [[φάσμα|φάσματος]] της [[ηλεκτρομαγνητικός|ηλεκτρομαγνητικής]] [[ακτινοβολία]]ς ([[φως|φωτός]])
# ένα φυσικό χαρακτηριστικό που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο [[μήκος]] [[κύμα|κύματος]] του ορατού [[φάσμα|φάσματος]] της [[ηλεκτρομαγνητικός|ηλεκτρομαγνητικής]] [[ακτινοβολία]]ς ([[φως|φωτός]])
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
# (''μεταφορικά'') ενδιαφέρον, ειδικά σε μια ειδική περιοχή
# (''μεταφορικά'') ενδιαφέρον, ειδικά σε μια ειδική περιοχή


===={{συγγενικά}}====
{{-συγγ-}}
* [[χρωματίζω]]
* [[χρωματίζω]]
* [[χρωματικός]]
* [[χρωματικός]]
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
* [[χρωμοφάν]]
* [[χρωμοφάν]]


===={{σύνθετα}}====
{{-συνθ-}}
{{(}}
{{(}}
* [[χρωματογόνος]]
* [[χρωματογόνος]]
Γραμμή 56: Γραμμή 56:
* [[χρωμοφωτοτυπία]]
* [[χρωμοφωτοτυπία]]
{{)}}
{{)}}
===={{μεταφράσεις}}====
{{-μτφ-}}
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|colour}} (Ηνωμένο Βασίλειο), {{τ|en|color}} (ΗΠΑ)
* {{en}} : {{τ|en|colour}} (Ηνωμένο Βασίλειο), {{τ|en|color}} (ΗΠΑ)

Αναθεώρηση της 09:06, 14 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'κύμα'

Ετυμολογία

χρώμα < αρχαία ελληνική χρῶμα

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χρώμα ουδέτερο

  1. ένα φυσικό χαρακτηριστικό που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο μήκος κύματος του ορατού φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (φωτός)
  2. μια συγκεκριμένη σύνθεση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων μέσα στο ορατό φάσμα, που γίνεται αντιληπτή ως ομάδα
  3. ένα φυσικό χαρακτηριστικό των υλικών σωμάτων που εξαρτάται από το ποια μήκη κύματος ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας αντανακλώνται στην επιφάνειά τους
  4. απόχρωση, σε αντίθεση με τα αχρωματικά χρώματα (μαύρο, άσπρο και τα γκρίζα)
  5. ο τόνος του ανθρωπίνου δέρματος, ειδικά σαν φυλετική ή εθνική ένδειξη
  6. η βαφή, η μπογιά, η χρωστική ουσία
  7. (μεταφορικά) ενδιαφέρον, ειδικά σε μια ειδική περιοχή

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «χρωμα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'χρώμα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «χρωμα».