έχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Αλλαγή ξεν με τ
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
=={{-el-}}==
==={{ετυμολογία}}===
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} '''[[#Αρχαία_ελληνικά_(grc)|ἔχω]]'''
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} '''[[#Αρχαία_ελληνικά_(grc)|ἔχω]]'''
{{-ρημ-|el}}
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# [[κρατώ]] μαζί μου ή πάνω μου
# [[κρατώ]] μαζί μου ή πάνω μου
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
#: ''θα '''έχει''' χιονίσει'' ([[συντελεσμένος μέλλοντας]])
#: ''θα '''έχει''' χιονίσει'' ([[συντελεσμένος μέλλοντας]])


===={{εκφράσεις}}====
{{-εκφρ-}}
* '''δεν έχει''': για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
* '''δεν έχει''': για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
: ''Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, '''δεν έχει''' βόλτα.''
: ''Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, '''δεν έχει''' βόλτα.''
Γραμμή 34: Γραμμή 34:




===={{μεταφράσεις}}====
{{-μτφ-}}
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|have}}
* {{en}} : {{τ|en|have}}

Αναθεώρηση της 14:53, 14 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έχω < αρχαία ελληνική ἔχω

Ρήμα

έχω

  1. κρατώ μαζί μου ή πάνω μου
    μήπως έχεις ένα στυλό;
  2. κατέχω κάτι, είμαι ιδιοκτήτης
    έχω αυτοκίνητο / σπίτι
  3. διατηρώ συγγενική / φιλική / ερωτική σχέση
    δεν έχει οικογένεια
  4. αισθάνομαι / συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά
    τι έχεις και δε μας μιλάς;
    τις τελευταίες μέρες έχει πολλά νεύρα
  5. υποφέρω από κάτι
    έχω πονοκέφαλο
    έχει άσθμα
  6. οφείλω, πρέπει να κάνω κάτι
    έχω δουλειά τώρα, δεν μπορώ
  7. Πρότυπο:γραμμ βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
    έχω διαβάσει (παρακείμενος)
    είχες πει (υπερσυντέλικος)
    θα έχει χιονίσει (συντελεσμένος μέλλοντας)

Εκφράσεις

  • δεν έχει: για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, δεν έχει βόλτα.
  • δεν το έχω για τίποτα να... / για πολύ να...: μου είναι εύκολο να... δεν θα διστάσω
  • έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα : προσέχω πάρα πολύ
  • τα έχω καλά / άσχημα με κάποιον : έχω καλές / άσχημες σχέσεις με κάποιον
  • τα έχω χαμένα : έχω σαστίσει
  • τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε : τον κάνει ό,τι θέλει
  • όπως έχει: στην δεδομένη κατάσταση


Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «εχω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'έχω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «εχω».