άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αλλαγή τίτλων σε πρότυπα |
μ Γένη στις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
*Βουλγαρικά: |
*Βουλγαρικά: |
||
*Βρετανικά: |
*Βρετανικά: |
||
*Γαλλικά: [[abysse]] |
*Γαλλικά: [[abysse]] {{α}} |
||
*Γερμανικά: |
*Γερμανικά: |
||
*Εσπεράντο: |
*Εσπεράντο: |
Αναθεώρηση της 00:25, 25 Νοεμβρίου 2006
Πρότυπο:-ουσ- άβυσσος θηλυκό
- μεγάλο και απότομο βάθος σε πηγάδι, λίμνη, θάλασσα
- βαθύ χάσμα γης, βάραθρο
- απέραντη, αμέτρητη, χαώδης έκταση
- (μφτ.) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς
|
|