πακέτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Γένη στις μεταφράσεις |
μ Βικιποίηση των γλωσσών |
||
Γραμμή 22: | Γραμμή 22: | ||
|valign=top width=48%| |
|valign=top width=48%| |
||
{| |
{| |
||
* |
* {{en}} : 1. [[box]] 2. [[pack]] 3. [[package]] |
||
<!-- *Αραβικά: --> |
<!-- *Αραβικά: --> |
||
<!-- *Βιετναμέζικά: --> |
<!-- *Βιετναμέζικά: --> |
||
<!-- *Βουλγαρικά: --> |
<!-- *Βουλγαρικά: --> |
||
* |
* {{br}} : 1. [[box]] 2. [[pack]] 3. [[package]] |
||
* |
* {{fr}} : 1-2. [[paquet]] {{α}} 3. [[package]] {{α}} |
||
* |
* {{de}} : 1-2. [[Päckchen]] ''o'' 3. [[Packet]] ''o'' |
||
<!-- *Εβραϊκά: --> |
<!-- *Εβραϊκά: --> |
||
<!-- *Εσπεράντο: --> |
<!-- *Εσπεράντο: --> |
Αναθεώρηση της 20:51, 25 Νοεμβρίου 2006
Πρότυπο:-ουσ- πακέτο ουδέτερο
- Δέμα {π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί.
- Ο ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο.
- Κουτί με τσιγάρα.
- Αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα).
- (όρος της οικονομίας) Σύνολο προτάσεων προς μελέτη.
- Ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη.
- (αργκό:) το ψέμα (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το ζόρι
- Έφαγα χοντρό πακέτο.
|
|