κοινότυπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ πίνακας με βλ και παράμετρος στις μεταφράσεις
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'|κοινότυπ}}
{{el-κλίσ-'όμορφος'|κοινότυπ}}
==={{ετυμολογία}}===
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < επίθετο [[κοινότοπος]], με αντικατάσταση του δέυτερου συνθετικού [[τόπος]] με [[τύπος]] < {{μτφδ}} {{ετυμ en}} ''common type''
: '''{{PAGENAME}}''' < επίθετο [[κοινότοπος]], με αντικατάσταση του δέυτερου συνθετικού [[τόπος]] με [[τύπος]] < {{μτφδ}} {{ετυμ en}} ''common type''

<!-- {{-προφ-}}
==={{επίθετο|el}}===
{{ΔΦΑ|XXX}} -->
{{-επιθ-|el}}
'''{{PAGENAME}} -η -ο'''
'''{{PAGENAME}} -η -ο'''
: ''[[αδόκιμος]] όρος που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην καθομιλούμενη αντί του [[κοινότοπος]]''
: ''[[αδόκιμος]] όρος που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην καθομιλούμενη αντί του [[κοινότοπος]]''
Γραμμή 11: Γραμμή 10:




===={{συγγενικά}}====
{{-συγγ-}}
* [[κοινοτυπία]]
* [[κοινοτυπία]]


===={{μεταφράσεις}}====
{{-μτφ-}}
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
{{βλ|κοινότοπος}}
{{βλ|κοινότοπος}}

Αναθεώρηση της 22:35, 14 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινότυπος η κοινότυπη το κοινότυπο
      γενική του κοινότυπου της κοινότυπης του κοινότυπου
    αιτιατική τον κοινότυπο την κοινότυπη το κοινότυπο
     κλητική κοινότυπε κοινότυπη κοινότυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινότυποι οι κοινότυπες τα κοινότυπα
      γενική των κοινότυπων των κοινότυπων των κοινότυπων
    αιτιατική τους κοινότυπους τις κοινότυπες τα κοινότυπα
     κλητική κοινότυποι κοινότυπες κοινότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοινότυπος < επίθετο κοινότοπος, με αντικατάσταση του δέυτερου συνθετικού τόπος με τύπος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική common type

Επίθετο

κοινότυπος -η -ο

αδόκιμος όρος που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην καθομιλούμενη αντί του κοινότοπος
→ δείτε τη λέξη  κοινότοπος.


Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «κοινοτυποσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'κοινότυποσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'κοινότυπος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «κοινοτυποσ».