συντομογραφία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ iwiki +en:συντομογραφία |
||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
[[ast:συντομογραφία]] |
[[ast:συντομογραφία]] |
||
[[en:συντομογραφία]] |
|||
[[fi:συντομογραφία]] |
[[fi:συντομογραφία]] |
||
[[gl:συντομογραφία]] |
[[gl:συντομογραφία]] |
Αναθεώρηση της 09:08, 19 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
συντομογραφία θηλυκό
- σύντμηση μιας λέξης ή μιας έκφρασης με αφαίρεση γραμμάτων που επιτρέπει την πιο γρήγορη γραφή και την εξοικονόμηση χώρου
- παραδείγματα συντομογραφιών
- "ΒΔ": Βορειοδυτικά
- "βλ.": βλέπε
- "δηλ.": δηλαδή
- "κ.α.": και άλλα
- "κ.λπ.": και λοιπά
- "π.χ.": παραδείγματος χάριν
Συνώνυμα
Συγγενικά
- συντομογραφικά (καθαρεύουσα: συντομογραφικώς)
- συντομογραφικός
Κατάλογος συντομογραφιών που χρησιμοποιούνται τυπικώς σε λεξικά
- 'αρσ.': αρσενικό
- 'θηλ.': θηλυκό
- 'ουδ.': ουδέτερο
- 'αρχ.': αρχαίος
- 'μτφρ.': μετάφραση
- 'ουσ.': ουσιαστικό
- 'επίρρ.: επίρρημα κ.α.
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
συντομογραφία
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «συντομογραφια'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'συντομογραφία'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «συντομογραφια».