ποσότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+ορισμός |
επεκ. ορισμού |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# αφηρημένη έννοια που αναφέρεται στο [[μέγεθος]] (πόσο;) ή τον [[αριθμός|αριθμό]] (πόσα;) |
|||
# [[χαρακτηριστικό]] που μπορεί να [[μετρώμαι|μετρηθεί]] |
|||
#: ''η '''ποσότητα''' του αλκοόλ σε αυτά τα σοκολατάκια είναι τόσο μικρή που δεν θα έπρεπε να σε νοιάζει'' |
|||
#: ''η '''ποσότητα''' νερού στο σώμα ενός ανθρώπου με μέσο βάρος 70 kg είναι περίπου 40 λίτρα'' |
|||
#: ''η '''ποσότητα''' των 10 ml της ουσίας αρκεί για να...'' |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 09:25, 22 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ποσότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ποσότητα θηλυκό
- αφηρημένη έννοια που αναφέρεται στο μέγεθος (πόσο;) ή τον αριθμό (πόσα;)
- η ποσότητα του αλκοόλ σε αυτά τα σοκολατάκια είναι τόσο μικρή που δεν θα έπρεπε να σε νοιάζει
- η ποσότητα νερού στο σώμα ενός ανθρώπου με μέσο βάρος 70 kg είναι περίπου 40 λίτρα
- η ποσότητα των 10 ml της ουσίας αρκεί για να...
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ποσοτητα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ποσότητα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ποσοτητα».