αρέσκεια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ PAGENAME στις ετυμολογίες (7) |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} ([[ἀρέσκεια]]) |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 08:30, 25 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρέσκεια < αρχαία ελληνική (ἀρέσκεια)
Ουσιαστικό
αρέσκεια θηλυκό
- το να είναι κάτι ευχάριστο
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αρέσκεια
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αρεσκεια'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αρέσκεια'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αρεσκεια».