άβατος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἄβατος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἄβατος]]
1.Ο απρόσιτος,ο απάτητος.
2.αυτός που δεν πρέπει να βεβηλωθεί,ο ιερός.

==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''

Αναθεώρηση της 14:24, 6 Μαρτίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβατος η άβατη το άβατο
      γενική του άβατου της άβατης του άβατου
    αιτιατική τον άβατο την άβατη το άβατο
     κλητική άβατε άβατη άβατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβατοι οι άβατες τα άβατα
      γενική των άβατων των άβατων των άβατων
    αιτιατική τους άβατους τις άβατες τα άβατα
     κλητική άβατοι άβατες άβατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άβατος < αρχαία ελληνική ἄβατος

1.Ο απρόσιτος,ο απάτητος. 2.αυτός που δεν πρέπει να βεβηλωθεί,ο ιερός.

Επίθετο

άβατος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αβατοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'άβατοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'άβατος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αβατοσ».