άρθρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < από |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἄρθρον]] < από το θέμα '''αρ-''' του [[αραρίσκω]] ([[εφαρμόζω]], [[συνάπτω]]) + '''-θρον''' |
||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ}}--> |
|||
{{ΔΦΑ|ˈaɾ.θɾɔ}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
* μέρος ενός συνόλου, το οποίο προσαρτάται, συνάπτεται σε κάτι μεγαλύτερο ή σημαντικότερο χωρίς όμως να αποτελεί απλό [[εξάρτημα]] αλλά [[βασικός|βασικό]] τμήμα του |
|||
# |
# '''μέρος το λόγου''', με τρία γένη, κλιτό, που μπαίνει μπροστά από τα ονόματα |
||
# |
#:'''το''', '''η''', '''ο''', '''ένας''', '''μία''' κ.λπ. |
||
# |
# μέρος ενός νόμου ο οποίος είναι σε ισχύ, αλλά που τα άρθρα του μπορεί κατά καιρούς να τροποποιούνται, [[βασικός|βασικό]] μέρος του συνόλου ενός [[θρησκευτικός|θρησκευτικού]] δόγματος, όρος ή τμήμα ενός [[καταστατικός|καταστατικού]], ιδιωτικού [[συμφωνητικό|συμφωνητικού]] |
||
# |
#: ''το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατ' '''άρθρον''' και επί του συνόλου'' |
||
#: |
#: ''τα '''άρθρα''' της πίστεως'' |
||
# |
# μέρος του σώματος ανθρώπου ή εντόμου, το τμήμα μεταξύ δύο [[άρθρωση|αρθρώσεων]] |
||
# |
# κείμενο σε [[εφημερίδα]] που περιέχει κριτική και προσωπικές θέσεις, σε αντιδιαστολή προς το [[ρεπορτάζ]] που [[κανονικά]] αποτελεί απλή αναφορά γεγονότων και δεν περιλαμβάνει κρίσεις. |
||
# |
#: ''στο '''κύριο άρθρο''' της η εφημερίδα πήρε θέση τελικά υπέρ του τάδε υποψηφίου'' |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*[[άρθρωση]] |
* [[άρθρωση]] |
||
*[[αρθρίτιδα]] |
* [[αρθρίτιδα]] |
||
⚫ | |||
*[[διαρθρωτικός]] |
|||
⚫ | |||
===={{σύνθετα}}==== |
===={{σύνθετα}}==== |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
Αναθεώρηση της 13:07, 14 Μαρτίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άρθρο < αρχαία ελληνική ἄρθρον < από το θέμα αρ- του αραρίσκω (εφαρμόζω, συνάπτω) + -θρον
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
άρθρο ουδέτερο
- μέρος ενός συνόλου, το οποίο προσαρτάται, συνάπτεται σε κάτι μεγαλύτερο ή σημαντικότερο χωρίς όμως να αποτελεί απλό εξάρτημα αλλά βασικό τμήμα του
- μέρος το λόγου, με τρία γένη, κλιτό, που μπαίνει μπροστά από τα ονόματα
- το, η, ο, ένας, μία κ.λπ.
- μέρος ενός νόμου ο οποίος είναι σε ισχύ, αλλά που τα άρθρα του μπορεί κατά καιρούς να τροποποιούνται, βασικό μέρος του συνόλου ενός θρησκευτικού δόγματος, όρος ή τμήμα ενός καταστατικού, ιδιωτικού συμφωνητικού
- το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατ' άρθρον και επί του συνόλου
- τα άρθρα της πίστεως
- μέρος του σώματος ανθρώπου ή εντόμου, το τμήμα μεταξύ δύο αρθρώσεων
- κείμενο σε εφημερίδα που περιέχει κριτική και προσωπικές θέσεις, σε αντιδιαστολή προς το ρεπορτάζ που κανονικά αποτελεί απλή αναφορά γεγονότων και δεν περιλαμβάνει κρίσεις.
- στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα πήρε θέση τελικά υπέρ του τάδε υποψηφίου
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
άρθρο
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αρθρο'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'άρθρο'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αρθρο».