αμύγδαλο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
(τα περισσότερα)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'πεύκο'|αμύγδαλ}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἀμύγδαλον]]


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
[[Αρχείο:Blanched almonds.jpg|thumb|Καθαρισμένα '''αμύγδαλα''']]
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# ο [[καρπός]] του δένδρου [[αμυγδαλιά]] (''Amygdalus communis'')
# {{λείπει ο ορισμός}}

===={{συγγενικά}}====
* [[αμυγδαλή]], [[αμυγδαλές]]
* [[αμυγδαλωτό]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 39: Γραμμή 44:
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|migdał}}
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 09:40, 16 Απριλίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'πεύκο'

Ετυμολογία

αμύγδαλο < αρχαία ελληνική ἀμύγδαλον

Ουσιαστικό

Καθαρισμένα αμύγδαλα

αμύγδαλο ουδέτερο

  1. ο καρπός του δένδρου αμυγδαλιά (Amygdalus communis)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αμυγδαλο'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αμύγδαλο'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αμυγδαλο».