vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +sv:vieux
ABC (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}}
# ο [[γέρος]] (η [[γριά]])
# ο [[γέρος]] (η [[γριά]])
#: ''Quand Jacques Brel chantait "Les Vieux" tout le monde trouvait ça magnifique.''


[[de:vieux]]
[[de:vieux]]

Αναθεώρηση της 14:43, 18 Ιουνίου 2010

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr) αρσενικό

  1. γέρικος
    un vieux loup - ένας γέρικος λύκος
  2. παλιός
    un vieil ami - ένας παλιός φίλος

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr)

  1. ο γέροςγριά)
    Quand Jacques Brel chantait "Les Vieux" tout le monde trouvait ça magnifique.