public: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +li:public
Γραμμή 37: Γραμμή 37:
[[kn:public]]
[[kn:public]]
[[ko:public]]
[[ko:public]]
[[li:public]]
[[lo:public]]
[[lo:public]]
[[lt:public]]
[[lt:public]]

Αναθεώρηση της 19:52, 3 Ιουλίου 2010

Αγγλικά (en)

Επίθετο

public (en)

  1. δημόσιος
  2. public opinion: η κοινή γνώμη

Ουσιαστικό

public (en)

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

public (fr) αρσενικό

Le public était enthousiaste. Το κοινό ήταν ενθουσιασμένο.

Επίθετο

public (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Le secteur public. Ο δημόσιος τομέας.