compte: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +li:compte
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
[[ko:compte]]
[[ko:compte]]
[[ku:compte]]
[[ku:compte]]
[[li:compte]]
[[lo:compte]]
[[lo:compte]]
[[no:compte]]
[[no:compte]]

Αναθεώρηση της 18:15, 16 Ιουλίου 2010

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

compte (fr), des comptes.

Ομόφωνα

le conte, le comte, il compte.

Il a fait les comptes : έκανε τους λογαριασμούς / τον λογαριασμό.

Il travaille pour le compte de X : δουλεύει για λογαριασμό του Χ.

Συγγενικά

compter, comptabilité