αλεύρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ iwiki +li:αλεύρι |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
[[en:αλεύρι]] |
[[en:αλεύρι]] |
||
[[hu:αλεύρι]] |
[[hu:αλεύρι]] |
||
[[li:αλεύρι]] |
|||
[[pl:αλεύρι]] |
[[pl:αλεύρι]] |
||
[[tr:αλεύρι]] |
[[tr:αλεύρι]] |
Αναθεώρηση της 11:45, 13 Αυγούστου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλεύρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αλεύρι ουδέτερο
- σκόνη που παρασκευάζεται από τους σπόρους διάφορων δημητριακών με άλεση, και χρησιμοποιείται στη μαγειρική, τη ζαχαροπλαστική και την παρασκευή του ψωμιού
Εκφράσεις
- ακριβός στα πίτουρα και φθηνός στο αλεύρι : για κάποιον που ξοδεύει πολλά σε μη σημαντικά πράγματα και λίγα στα πιο σημαντικά
Μεταφράσεις
αλεύρι
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αλευρι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αλεύρι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αλευρι».