σώμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|ˈsɔ.ma}} |
{{ΔΦΑ|ˈsɔ.ma|γλ=el}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 15:04, 15 Σεπτεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σώμα < αρχαία ελληνική σῶμα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σώμα ουδέτερο
- οργανισμός
- κορμός
- επιδερμίδα
- η υλική υπόσταση σε αντιδιαστολή με το πνεύμα ή την ψυχή
- υλικό αντικείμενο
- οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που συνέρχονται με συγκεκριμένο σκοπό
- στρατιωτικού τύπου δομή, δημόσια δύναμη με σκοπό τη φύλαξη
- τα σώματα ασφαλείας, το σώμα της Πυροσβεστικής
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
σώμα
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «σωμα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'σώμα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «σωμα».