inquiéter: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|ɛ̃.kje.te}} |
{{ΔΦΑ|ɛ̃.kje.te|γλ=fr}} |
||
==={{ρήμα|fr|inquieter}}=== |
==={{ρήμα|fr|inquieter}}=== |
Αναθεώρηση της 16:52, 15 Σεπτεμβρίου 2010
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- inquiéter < Πρότυπο:ετυμ la inquietare
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
inquiéter (fr) (μεταβατικό)
- (παρωχημένο) ταράζω την ηρεμία, την ησυχία (κάποιου)
- προκαλώ διαρκώς κάποιον
- Πρότυπο:αθλητ απειλώ
- ανησυχώ κάποιον, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον