βασανισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|va.sa.ni.ˈzmɛ.nɔs}} |
{{ΔΦΑ|va.sa.ni.ˈzmɛ.nɔs|γλ=el}} |
||
==={{μετοχή|el}}=== |
==={{μετοχή|el}}=== |
Αναθεώρηση της 21:35, 15 Σεπτεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βασανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βασανίζω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή
βασανισμένος -η -ο
- που έχει υποστεί βασανιστήρια
- που έχει περάσει πολλά βάσανα στη ζωή του
Μεταφράσεις
βασανισμένος
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «βασανισμενοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'βασανισμένοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'βασανισμένος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «βασανισμενοσ».