inquiéter: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
μ iwiki +pl:inquiéter |
||
Γραμμή 33: | Γραμμή 33: | ||
[[ko:inquiéter]] |
[[ko:inquiéter]] |
||
[[no:inquiéter]] |
[[no:inquiéter]] |
||
[[pl:inquiéter]] |
|||
[[ro:inquiéter]] |
[[ro:inquiéter]] |
||
[[vi:inquiéter]] |
[[vi:inquiéter]] |
Αναθεώρηση της 20:31, 4 Οκτωβρίου 2010
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- inquiéter < Πρότυπο:ετυμ la inquietare
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
inquiéter (fr) (μεταβατικό)
- (παρωχημένο) ταράζω την ηρεμία, την ησυχία (κάποιου)
- προκαλώ διαρκώς κάποιον
- Πρότυπο:αθλητ απειλώ
- ανησυχώ κάποιον, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον