γάλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Sinek (συζήτηση | συνεισφορές) |
μ iwiki +az:γάλα |
||
Γραμμή 90: | Γραμμή 90: | ||
[[ast:γάλα]] |
[[ast:γάλα]] |
||
[[az:γάλα]] |
|||
[[en:γάλα]] |
[[en:γάλα]] |
||
[[et:γάλα]] |
[[et:γάλα]] |
Αναθεώρηση της 23:30, 4 Νοεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γάλα < αρχαία ελληνική γάλα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt-
Ουσιαστικό
γάλα ουδέτερο, γενική: γάλακτος και γάλατος
- θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
- αγελαδινό γάλα
- το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
- παστεριωμένο γάλα
Συγγενικά
Σύνθετα
και
Μεταφράσεις
γάλα
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «γαλα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'γάλα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «γαλα».