verkennen: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.6.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: zh:verkennen
μ r2.6.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: nl:verkennen
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
[[id:verkennen]]
[[id:verkennen]]
[[ko:verkennen]]
[[ko:verkennen]]
[[nl:verkennen]]
[[zh:verkennen]]
[[zh:verkennen]]

Αναθεώρηση της 20:06, 28 Δεκεμβρίου 2010

Γερμανικά (de)

Ρήμα

verkennen (de) jdn. / etwas (παρατατικός: verkannte, μετοχή παρακειμένου: verkannt)

Sie hat seine guten Absichten verkannt! - Παραγνώρισε τις καλές του προθέσεις!

Συνώνυμα

Δείτε επίσης