étage: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: cs:étage
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
* [[étagère]]
* [[étagère]]


[[cs:étage]]
[[de:étage]]
[[de:étage]]
[[en:étage]]
[[en:étage]]

Αναθεώρηση της 07:45, 18 Μαΐου 2011

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

étage < estage (=κατοικία) < Πρότυπο:ετυμ fro ester (=μένω, στέκομαι)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
étage étages

étage (fr) αρσενικό

  1. ο όροφος, το πάτωμα

Συγγενικά