ξυπνώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Sinek (συζήτηση | συνεισφορές) |
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ) |
||
Γραμμή 34: | Γραμμή 34: | ||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} --> |
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} --> |
||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
* {{eo}} : {{τ|eo|veki}} |
* {{eo}} : {{τ|eo|veki|noentry=1}} |
||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
||
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} --> |
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} --> |
||
Γραμμή 71: | Γραμμή 71: | ||
{{μτφ-αρχή|ξυπνώ εγώ ο ίδιος}} |
{{μτφ-αρχή|ξυπνώ εγώ ο ίδιος}} |
||
* {{fr}} : se {{τ|fr|réveiller}} |
* {{fr}} : se {{τ|fr|réveiller}} |
||
* {{eo}} : {{τ|eo|vekiĝi}} |
* {{eo}} : {{τ|eo|vekiĝi|noentry=1}} |
||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|budzić się}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|budzić się}} |
Αναθεώρηση της 14:19, 24 Μαΐου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξυπνώ < μεσαιωνική ελληνική και ελληνιστική ἐξυπνῶ < ἐξ +ὕπνος
Ρήμα
ξυπνώ
- (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
- θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
- (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
- αύριο θα ξυπνήσω νωρίς
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
- ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξυπνώ κάποιον
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ξυπνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ξυπνώ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ξυπνω».